8 Ιαν 2013

Tο 48% των Τουρκικών αμυντικών εξοπλισμών παράγεται από τις εγχώριες βιομηχανίες. Στην Ελλάδα;


Ενώ η Τουρκία στην δεκαετία του 1970 υστερούσε σημαντικά έναντι της Ελλάδος στους οικονομικούς, επιστημονικούς και τεχνολογικούς δείκτες, σήμερα εξελίσσεται σταδιακά σε ένα βιομηχανικό, επιστημονικό και τεχνολογικό γίγαντα.
Σε αντίθεση με την κοντόφθαλμη ελληνική πολιτική, η Τουρκία διέγνωσε την ανάγκη ανάπτυξης εγχώριας επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας στα αμυντικά συστήματα, και προχώρησε στην ίδρυση του ερευνητικού οργανισμού TUBITAK, που διευθύνεται κατευθείαν από το γραφείο του πρωθυπουργού (αντιγράφοντας την οργανωτική δομή του Ισραήλ). Το TUBITAK μπόρεσε να συντονίσει όλο το επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό της Τουρκίας.

Εκπονήθηκε ένα εθνικό σχέδιο επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης με άξονα την πολεμική βιομηχανία, ώστε να μπορεί σήμερα η Τουρκία να κατασκευάζει δορυφόρους και βαλιστικούς πυραύλους, ενώ το 2024 θα είναι έτοιμο να μπει στην παραγωγή και το πρώτο τουρκικό μαχητικό. Η ποιοτική βελτίωση του παραγομένων βιομηχανικών προϊόντων επέτρεψε σήμερα το 48% των Τουρκικών αμυντικών δαπανών να παράγεται από τις εγχώριες βιομηχανίες. Το επιτυχές αυτό μοντέλο συντονισμού μεταξύ επιστημονικής έρευνας, επενδύσεων και μεταφοράς τεχνολογίας απέδωσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε σήμερα οι εξαγωγές των αμυντικών τουρκικών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας να πλησιάζουν τo 1 δις δολάρια το χρόνο, με σκοπό να γίνει αυτάρκης τα επόμενα δέκα χρόνια στα αμυντικά συστήματα, εξοικονομώντας όχι μόνο ετησίως αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια από την υποκατάσταση των εισαγωγών, αλλά να ωφεληθεί από τις εξαγωγές και την δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.

Στην Ελλάδα, η ελληνική ερευνητική-επιστημονική κοινότητα τα τελευταία τριάντα χρόνια επέλεξε την εξωστρέφεια και τον έντονο ανταγωνισμό με την διεθνή επιστημονική κοινότητα. Η προσπάθεια των Ελλήνων ερευνητών, αντίθετα με την επικρατούσα ιδεολογία της ήσσονος προσπάθειας και κενολογίας που οδήγησαν την χώρα μας στην σημερινή εξαθλίωση, δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. Σήμερα η Ελλάδα κατέχει την 23η θέση στην παγκόσμια κατάταξη «παραγωγής επιστημονικής γνώσης» στο σύνολο των χωρών, όπως αυτή αξιολογείται μέσω των διεθνών αποδεκτών αντικειμενικών κριτηρίων και δεικτών, που βασίζονται στην ποσότητα και την ποιότητα των επιστημονικών άρθρων που δημοσιεύονται σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά υψηλού κύρους (peer review articles), στον αριθμό των αναφορών (citation) και στον δείκτη ατομικής επιστημονικής απόδοσης κάθε ερευνητή (h-index). Επίσης, οι Έλληνες ερευνητές συμμετείχαν και συμμετέχουν επιτυχώς σε όλα τα ανταγωνιστικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών, όπως ο Eυρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA), ανταγωνιζόμενοι με επιτυχία τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια και τα Εθνικά Ερευνητικά Εργαστήρια άλλων χωρών, ώστε για κάθε ένα Ευρώ με το οποίο η Ελληνική Πολιτεία χρηματοδοτεί σήμερα την επιστημονική έρευνα, να εισρέει στην χώρα άλλο ένα, εξασφαλίζοντας έτσι περισσότερες από 2000 χιλιάδες θέσεις εργασίας νέων Ελλήνων ερευνητών.

Αντιθέτως, η πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας μας απέτυχε να εκπονήσει ένα στρατηγικό σχέδιο αντίστοιχης βιομηχανικής ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα αδυνατούσε πεισματικά και παραδοσιακά να αντιληφθεί την συμβολή της επιστημονικής έρευνας στην παραγωγική διαδικασία καινοτόμων και βελτιωμένων βιομηχανικών προϊόντων. Έτσι τις τελευταίες δύο δεκαετίες, επιλέχθηκε το μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης να βασίζεται στο καταστροφικό δίπολο αφενός της κατανάλωσης εισαγομένων προϊόντων με δανεικά χρήματα και αφετέρου στην απαξίωση των εγχώριων παραγωγικών δραστηριοτήτων μέσω της εισαγόμενης εργασίας.

Αυτή η ολέθρια πολιτική επιλογή, ακύρωσε τα παραδοσιακά ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της Ελληνικής οικονομίας, ακριβώς την χρονική στιγμή που οι τεχνολογικοί, πολιτικοί και οικονομικοί κατακλυσμιαίοι μετασχηματισμοί ανά την υφήλιο θα της εξασφάλιζαν ένα αξιοπρεπές μελλοντικό μερίδιο στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Η απουσία οράματος και στόχου, καθώς και η αδυναμία κατανόησης των σημαντικών γεωπολιτικών παραμέτρων, μεταξύ των οποίων και η επιστημονική και τεχνολογική έρευνα, καταδίκασε την χώρα μας στον οικονομικό μαρασμό και την παραγωγική περιθωριοποίηση. Ταυτόχρονα οι εγχώριες ελίτ απέτυχαν να εκμεταλλευθούν το υψηλά κατηρτισμένο επιστημονικό ερευνητικό προσωπικό της χώρας προς όφελος της εθνικής οικονομίας.

Συμπερασματικά, το ελληνικό παράδοξο του χάσματος επικοινωνίας και κατανόησης αφενός μεταξύ της ερευνητικής επιστημονικής κοινότητος και της πολιτικής ηγεσίας αφετέρου, οφείλει να μηδενισθεί όπως συμβαίνει στις προηγμένες τεχνολογικά χώρες, ώστε η συσσωρεμένη τεχνογνωσία των Ελλήνων επιστημόνων σε όλους τους επιστημονικούς τομείς να συμβάλει στην οικονομική και βιομηχανική ανασυγκρότηση της χώρας με άξονα την πολεμική βιομηχανία στα πρότυπα της Τουρκίας και του Ισραήλ.

Η χώρα μας αδυνατεί πλέον να εμπλακεί σε έναν ανταγωνισμό εξοπλισμών με εισαγόμενα οπλικά συστήματα και ταχύτατα θα πρέπει να εκπονήσει ένα μεγαλόπνοο σχέδιο αμυντικής βιομηχανικής ανάπτυξης, αναθεωρώντας άμεσα όλα τα ερευνητικά προγράμματα της, (που είναι ασυντόνιστα σήμερα) με προγράμματα στρατηγικού σχεδιασμού ανάπτυξης προτύπων οπλικών συστημάτων με κρατικά κεφάλαια αρχικά και ιδιωτικά αργότερα, όταν τα πρωτότυπα θα είναι έτοιμα να μπουν στην παραγωγή. Μια τέτοια πρωτοβουλία συνήθως ξεκινάει από φωτισμένες πολιτικές ελίτ με εθνική συνείδηση. Υπάρχουν όμως τέτοιες σήμερα στην Ελλάδα;
elkeda

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου